- τσακωμένος
- η , ο[ν]1) пойманный, схваченный; 2) поссб- рившийся; подравшийся, поцапавшийся (разг );
είναι τσακωμένοι — они в ссоре, они поцапались
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είναι τσακωμένοι — они в ссоре, они поцапались
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσακώνω — και διαλ. τ. τζακώνω Ν 1. πιάνω στην τσάκα, συλλαμβάνω, παγιδεύω 2. (ειδικά) συλλαμβάνω κάποιον τη στιγμή που κάνει κάτι, ιδίως κακό («τόν τσάκωσα να κλέβει») 3. (κατ επέκτ.) πιάνω, αρπάζω 4. μέσ. τσακώνομαι φιλονικώ, διαπληκτίζομαι, μαλώνω… … Dictionary of Greek
Φυλεύς — Μυθικό πρόσωπο, γιος του βασιλιά Αυγεία της Ήλιδας. Όταν έγινε στενός φίλος του Ηρακλή, στράφηκε εναντίον του πατέρα του, επειδή αυτός αρνήθηκε την πληρωμή για τον καθαρισμό της λεγόμενης κόπρου του Αυγεία (των βασιλικών στάβλων). Τελικά,… … Dictionary of Greek
τσακώνομαι — τσακώνομαι, τσακώθηκα, τσακωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: τσακώνω, τσακώνομαι : η έννοια διαφοροποιείται από την ενεργητική στην παθητική φωνή. Το τσακώνω σημαίνει → πιάνω, συλλαμβάνω κάποιον, ενώ το τσακώνομαι → καβγαδίζω, μαλώνω με κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσακώνω — τσάκωσα, τσακώθηκα, τσακωμένος 1. πιάνω στην τσάκα, παγιδεύω, συλλαμβάνω, γραπώνω. 2. πιάνω κάποιον να κάνει κάτι: Τον τσάκωσα που έκλεβε το γλυκό. 3. το μέσ. και παθ., τσακώνομαι συλλαμβάνομαι, πιάνομαι. 4. έρχομαι στα χέρια με κάποιον, μαλώνω,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)